- θεατρώνης
- οεπιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων: Πολλοί πρωταγωνιστές είναι και θιασάρχες και θεατρώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… … Dictionary of Greek
θεατρῶναι — θεατρώνης lessee of a theatre masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Theorica — (Gr. polytonic|Θεωρικά) was in ancient Athens the name for the fund of monies expended on festivals, sacrifices, and public entertainments of various kinds; and also monies distributed among the people in the shape of largesses from the… … Wikipedia
ТЕОРИКОН — • Θεωρικόν, θεωρικά, назывались деньги, выдававшиеся в Афинах со времен Перикла из государственной казны бедным гражданам для доставления им доступа в театр. Содержание театра в порядке отдавалось на откуп частному лицу (θεατρώνης или … Реальный словарь классических древностей
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek